Μαυρίδου Ιωάννα, MSc Ψυχολόγος Υγείας- Ψυχοδυναμική Ψυχοθεραπεύτρια
Από οποιαδήποτε οπτική γωνία και να μελετά κανείς την ανθρώπινη ύπαρξη, είναι υποχρεωμένος να την εξετάζει μέσα στο πλέγμα (matrix) των διαπροσωπικών σχέσεων.
Επιπλέον, μέσα από τη μελέτη των πρωτευόντων θηλαστικών, των πρωτόγονων αλλά και των σύγχρονων πολιτισμών, παρατηρούμε ότι οι άνθρωποι ζούσαν πάντα σε ομάδες στις οποίες ανέπτυσσαν έντονες και μόνιμες διαπροσωπικές σχέσεις, καθιστώντας την ανάγκη του ανήκειν ένα θεμελιώδες, καθολικό και ισχυρό κίνητρο. Άλλωστε, η ανάγκη αυτή για διαπροσωπική διασύνδεση είναι εξελικτικά αναγκαία για την επιβίωση του είδους.
Η διαπροσωπική μάθηση ως θεραπευτικός παράγοντας ειδικός στην ομαδική θεραπεία περικλείει τη σημασία των διαπροσωπικών σχέσεων, τη διορθωτική συγκινησιακή εμπειρία αλλά και την λειτουργία της ομάδας ως κοινωνικού μικρόκοσμου. Εάν θέλαμε να σχηματίσουμε μία ακολουθία σχετικά με το πώς αυτά τα στοιχεία γίνονται θεραπευτικά στο ομαδικό πλαίσιο, τότε θα είχαμε το εξής σχήμα:
Ανεξαρτήτως του συγκεκριμένου συμπτώματος που φέρνει το άτομο στη θεραπεία, γνωρίζουμε ότι η ψυχική συμπτωματολογία πηγάζει από διαταραγμένες διαπροσωπικές σχέσεις. Στόχος της ομαδικής θεραπείας, επομένως, είναι να βοηθήσει το άτομο να έχει ικανοποιητικές διαπροσωπικές σχέσεις, χωρίς διαστρεβλώσεις.
Η μικρή ομάδα της θεραπείας εξελίσσεται σε μία αντιπροσωπευτική μικρογραφία του κοινωνικού σύμπαντος του κάθε μέλους: με άλλα λόγια το κάθε μέλος εκδραματίζει μέσα στην ομάδα τον ρόλο που έχει και εκτός ομάδας, εφόσον το πλαίσιο δεν είναι αυστηρά δομημένο.
Μέσα από την ανατροφοδότηση που παίρνουν από τους συνθεραπευόμενους τους, τα μέλη συνειδητοποιούν τα λειτουργικά και μη λειτουργικά σημεία της διαπροσωπικής τους συμπεριφοράς. Αξίζει να σημειωθεί πως οι φυσιολογικές κοινωνικές σχέσεις δεν δίνουν συνήθως την ευκαιρία στο άτομο να λάβει «ειλικρινή» ανατροφοδότηση ώστε να καταλάβει τι συμβαίνει και δέχεται πχ απόρριψη από τους άλλους.
Ο θεραπευόμενος συνειδητοποιεί ταυτόχρονα την προσωπική του ευθύνη για την διαπροσωπική του παθολογία και κατανοεί πως εάν εκείνος έχει δημιουργήσει τον κοινωνικό- σχεσιακό κόσμο του μπορεί και να τον αλλάξει. Αξίζει να σημειώσουμε πως όσο πιο συγκινησιακά φορτισμένη είναι μία εμπειρία τόσο πιο ισχυρός είναι και ο αντίκτυπος της, ενώ όσο πιο διανοητικοποιημένη, τόσο λιγότερο αποτελεσματική η διαπροσωπική μάθηση.
Ο θεραπευόμενος αλλάζει με το να δοκιμάζει, να διακινδυνεύει θα λέγαμε νέους τρόπους συνύπαρξης με τους άλλους. Η πιθανότητα αλλαγής είναι συνάρτηση του κινήτρου για αλλαγή, του μεγέθους της προσωπικής δυσφορίας με την τωρινή συμπεριφορά, της ουσιαστικής συμμετοχής του στην ομάδα και της ακαμψίας της χαρακτηρολογικής του δομής. Μόλις γίνει έστω και μια μικρή αλλαγή, μειώνεται ο φόβος του θεραπευόμενου για κάποια μεγάλη καταστροφή, που ως τότε απέτρεπε την αλλαγή.
Τόσο η εκτός ομάδας συμπεριφορά γίνεται αντιληπτή μέσα στην ομάδα όσο και η εντός ομάδας συμπεριφορά μεταφέρεται στις υπόλοιπες σχέσεις (αμφίδρομος κοινωνικός μικρόκοσμος).
Βαθμιαία τίθεται σε εφαρμογή μία προσαρμοστική σπείρα εντός και εκτός της ομάδας: οι διαπροσωπικές διαστρεβλώσεις του ατόμου μειώνονται, το κοινωνικό άγχος φθίνει, ο αυτοσεβασμός μεγαλώνει και η ανάγκη για απόκρυψη του εαυτού μειώνεται.
Η αποδοχή των νέων συμπεριφορών μέσα στη θεραπευτική ομάδα βοηθά το άτομο να αποκτήσει σταδιακά αυτονομία, ώστε να μην χρειάζεται πλέον την επαγγελματική ψυχοθεραπεία. Η δουλειά του θεραπευτή είναι διαφορετική σε κάθε βήμα αυτής της αλληλουχίας: άλλοτε προσφέρει συγκεκριμένη ανατροφοδότηση, άλλοτε ενθαρρύνει την αυτοπαρατήρηση, άλλοτε διευκρινίζει την έννοια της προσωπικής ευθύνης ή προτρέπει τον ασθενή να διακινδυνεύσει νέες συμπεριφορές, διαψεύδει τις φαντασιωσικές ολέθριες συνέπειες και ενισχύει την μεταφορά της μάθησης και εκτός του κοινωνικού μικρόκοσμου της ομάδας.
Μαυρίδου Ιωάννα,
MSc Ψυχολόγος Υγείας
Ψυχοδυναμική Ψυχοθεραπεύτρια